ΒΙΝΤΕΟ: Αθώος ο Ρίχτερ. Έντονες αντιδράσεις στην ανακοίνωση της απόφασης

11.22

Σε αποδοκιμασίες ξέσπασαν το μεσημέρι οι συγγενείς των θυμάτων από τη Μάχη της Κρήτης, όταν ο πρόεδρος του μονομελούς πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου, ανακοίνωσε την αθωωτική απόφαση για τον Γερμανό ιστορικό Χάινς Ρίχτερ.

Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Γερμανός ακαδημαϊκός αθωώθηκε, επειδή κρίθηκε εν μέρη αντισυνταγματικό το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού νόμου, βάσει του οποίου ο Χάινς Ρίχτερ παραπέμφθηκε σε δίκη. Οι συγγενείς των θυμάτων φανερά εξοργισμένοι από την απόφαση, εξέφρασαν της πρόθεσή τους να προσφύγουν σε ανώτατο δικαστήριο για να ακυρώσουν την απόφαση του Μονομελούς δικαστηρίου του Ρεθύμνου.

Η κάμερα της ?Ν.Τ.? έπειτα από ειδική άδεια που εξασφάλισε από το δικαστήριο κατέγραψε τις αντιδράσεις του ακροατηρίου την ώρα που ανακοινώθηκε η απόφαση.

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αλέξανδρος – Ιωάννης Καργόπουλος ανέφερε το σκεπτικό της απόφασης του, λέγοντας:

«Θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος συνιστά το κράτος δικαίου και ειδικότερες πτυχές του, η αρχή της νομιμότητας της δράσης των πολιτειακών οργάνων, η διάκριση των λειτουργιών και ειδικότερα,μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η νομοθετική λειτουργία συνίσταται, στην έκφραση της γενικής βούλησης του λαού με τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι, κατ’ αρχήν και πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. ο προϋπολογισμός του Κράτους, απαρτίζονται από κανόνες δικαίου. Τέτοιοι ιδίως είναι οι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι ως κανόνες δικαίου πρέπει να περιέχουν γενικές, αφηρημένες και απρόσωπες ρυθμίσεις, επί τη βάση σαφώς ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε κανονιστικά και υποθετικά να ορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων για το μέλλον.

Η δικαστική λειτουργιά έγκειται στην επίλυση των διαφορών πουαφορούν στην εφαρμογή ή μη των κανόνων δικαίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει, αφενός, την τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, το νομικό χαρακτηρισμό τους και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, και, αφετέρου, την υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σε περίπτωση αντίθεσής τους με συνταγματικούς κανόνες και αρχές, όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η διάκριση των λειτουργιών.

Η Βουλή με τους νόμους 2193/94, 2645/98 έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένες γενοκτονίες, και με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν.2503/1997 σε συνδ. με τα κατ’ εξουσιοδότηση βάσει αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα ΠΔ 399/1998, 99/2000, 40/2004, εγκλήματα που τέλεσαν στην Κρήτη οι δυνάμεις κατοχής κατά τα έτη 1941-44. Οι νόμοι αυτοί όμως, ανεξαρτήτως του πολιτικού συμβολισμού και χαρακτήρα τους κατά τον οποίον δεν υπάγονται σε δικαστική κρίση, αναγνωρίζουν παρελθοντικά γεγονότα και τα χαρακτηρίζουν νομικώς, χωρίς όμως να διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε να ανάγονται σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου με έννομες συνέπειες. Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4285/14 με την οποίαν ενσωματώθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ, ο νομοθέτης επέλεξε να τιμωρήσει την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και πολέμου, τα οποία, εκτός από αποφάσεις διεθνώς δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί και «με αποφάσεις της Βουλής», στις οποίες εμπίπτουν και οι παραπάνω νόμοι σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα ΠΔ. Ειρήσθω εν παρόδων, η απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσε τον καρπό της Γερμανικής Προεδρίας της ΕΕ κατά το 2007.

Σε γενικές γραμμές, ο νόμος Ν. 4285/14, καθόσον απαιτεί την εκφορά ρατσιστικού λόγου που δύναται να προκαλέσει μίσος ή έχει υβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο και δεν αρκείται μόνον στην άρνηση, την επιδοκιμασία ή τον ευτελισμό των παραπάνω εγκλημάτων, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το Σύνταγμα.

Ο Έλληνας νομοθέτης όμως, με την προσθήκη του σκέλους που παραπέμπει «σε αποφάσεις της Βουλής» μπορεί να τιμωρεί την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας ιστορικών ή σύγχρονων περιστατικών, των οποίων την ύπαρξη και το νομικό χαρακτηρισμό ως εγκλήματα, μπορεί ο ίδιος να καθορίζει, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική λειτουργία.

Επιπλέον, η προσθήκη του προαναφερθέντος στοιχείου, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο που ενσωματώθηκε με το Ν. 4285/14, αντιθέτως σαφέστατα αποκλειόταν, διότι αυτή αναφερόταν αποκλειστικά στην αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου κλπ. «με αποφάσεις διεθνών ή/και εθνικών δικαστηρίων μόνον». Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή του σκέλους που παραπέμπει σε εγκλήματα που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής», υπερέβη αντισυνταγματικώς τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας, παραβίασε τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας των ποινικών εγκλημάτων και επιχείρησε να εισχωρήσει ανεπίτρεπτα στη δικαστική λειτουργία, διότι δεν θεμελίωσε το αξιόποινο αποκλειστικά σε κανόνα δίκαιου ως όφειλε, αλλά στην αναγνώριση και το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων του παρελθόντος ως εγκλημάτων με νόμο, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική κρίση.

Επιπροσθέτως, παραβίασε την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, δοθέντος ότι οι νόμοι που «αναγνωρίζουν» (ή θεσπίζουν) ιστορικά γεγονότα, ακόμη κι αν εκφράζουν την πλειοψηφία, δεν μπορούν σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία και σύγχρονο κράτος δικαίου να αποτελούν τη βάση δεσμευτικών κανόνων που να συνεπάγονται νομικές απαγορεύσεις και κυρώσεις.

Τέλος, παραβίασε το καθήκον αμοιβαίας και πιστής συνεργασίας της Συνθήκης της ΕΕ, διότι, κατά την ενσωμάτωσή της παραπάνω απόφασης-πλαισίου, εξάρτησε το αξιόποινο από «αποφάσεις της Βουλής», το οποίο η ίδια σαφώς απέκλεισε και έτσι παρέκκλινε ουσιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά που αυτή τυποποιούσε, με αποτέλεσμα να αναιρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς της και συγκεκριμένα, τη νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τούτων δοθέντων, το άρθρο 2 του Ν. 4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο.

Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».

Ρεπορτάζ: Στέλλα Μαθιουδάκη – rethimno@neatv.gr

Κάμερα: Σταύρος Αλεξανδράκης