Χανια
25 χρόνια από την πτώση του Τείχους
3 Νοέ 2014 10.01
Οι Γερμανοί δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα εκδηλωτικοί. Η «κουλτούρα του ξεφαντώματος» – το σήμα κατατεθέν των Γάλλων, των Ιταλών ή των Ελλήνων – είναι στη χώρα τους σχετικά περιορισμένη, οι λέξεις «ευδαιμονία» και «ηδονή», ξένες.
Κάποτε όμως, έστω και για λίγο, αυτό ανατράπηκε. «Για μια νύχτα, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, οι Γερμανοί ήταν οι ευτυχέστεροι άνθρωποι του κόσμου» έγραψε το περιοδικό «Der Stern» αναφερόμενο στην έκρηξη χαράς που προκάλεσε η πτώση του βερολινέζικου Τείχους. Το παραλήρημα ήταν ιδιαίτερα ορατό στις λεωφόρους και στις πλατείες του Δυτικού Βερολίνου, που είχαν κατακλυστεί περί τα μεσάνυχτα από εκατοντάδες χιλιάδες ανατολικο-βερολινέζους μουσαφίρηδες.
Μαζί τους χαιρόταν ολόκληρη η Ευρώπη. «Οι Γάλλοι, που γιόρταζαν τότε τη 200ή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, είχαν συρρεύσει μαζικά στο Βερολίνο, επειδή θεωρούσαν την πτώση του Τείχους γεγονός εφάμιλλης αξίας με την κατεδάφιση της Βαστίλλης» θυμάται η γαλλίδα πολιτικολόγος Κλερ Ντεσεσμέ.
Και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ εκτιμά ότι από όλες τις επαναστάσεις των τελευταίων 300 ετών, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής, η Ανατολικογερμανική του 1989 είναι η σημαντικότερη, επειδή, πρώτον, ήταν αναίμακτη, δεύτερον, δεν εκφυλίστηκε σε τρομοκρατία, και, τρίτον, δεν ανέδειξε έναν Βοναπάρτη, έναν δικτάτορα δηλαδή με μανδύα απόλυτου μονάρχη. «Εκτός και αν ο νέος Βοναπάρτης έρχεται απέξω – με τη μορφή του Βλαντίμιρ Πούτιν» προσθέτει χαριτολογώντας.
Το «Σύμφωνο 2+4»
Με την πτώση του Τείχους άνοιξε ο δρόμος για την επανένωση της Γερμανίας, η οποία επισφραγίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1990 με το «Σύμφωνο 2+4» μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών (Δυτική και Ανατολική Γερμανία) και των τεσσάρων νικητριών δυνάμεων του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, που κρατούσαν ως τότε τυπικά υπό κατοχή τη χώρα: Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Σοβιετική Ενωση.
Εκ πρώτης όψεως, η επανένωση, που συντελέστηκε επισήμως έναν μήνα αργότερα, στηρίχθηκε σε σταθερά θεμέλια: στον διακανονισμό των συνοριακών διαφορών κυρίως με την Πολωνία (η Γερμανία της παραχώρησε το 25% των εδαφών που κατείχε το 1937), στην παραίτηση της Γερμανίας από κάθε εδαφική αξίωση και επέκταση με πολεμικό ή και με ειρηνικό τρόπο, στη διασφάλιση του ειρηνικού ρόλου της χώρας στη διεθνή κονίστρα, καθώς και στην πρόσδεση της Γερμανίας στην Ευρώπη μέσω ενός κοινού νομίσματος.
Και μόνο αυτό δημιούργησε ένα κλίμα μεγάλων προσδοκιών: πολλοί δυτικοί πολιτικοί, μιμούμενοι τον Σαρλ Ντε Γκωλ, έκαναν λόγο για μια «Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια», ενώ ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ οραματιζόταν το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» που θα συστέγαζε τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης. Η προσδοκία αυτή, ως γνωστόν, δεν εκπληρώθηκε: Η Ρωσία έμεινε εκτός νυμφώνος. Η «στρατηγική σχέση», που της πρόσφεραν κατόπιν ως αντάλλαγμα το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες, αποδείχθηκε ανεπαρκής. Με το ξέσπασμα της ουκρανορωσικής κρίσης διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη.
Το νομικό «τρικ»
Αλλά και στα θεμέλια της επανένωσης, με εξαίρεση τον διακανονισμό των συνόρων, αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές. Η πρώτη από αυτές αφορά το ίδιο το «Σύμφωνο 2+4», το οποίο δεν έχει τη μορφή του κλασικού συμφώνου ειρήνης, όπως υπαγορεύει το διεθνές δίκαιο για τον διακανονισμό των διαφορών ύστερα από τη λήξη ενός πολέμου, αλλά αποβλέπει αόριστα, όπως είναι ο τίτλος του, «σε μια τελική ρύθμιση για το θέμα της Γερμανίας».
Ο λόγος για αυτό το νομικό «τρικ»; Χωρίς σύμφωνο ειρήνης η Γερμανία δεν υποχρεούται να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τις εμπόλεμες ή κατεχόμενες από αυτήν χώρες για την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων.
«Αυτό ήταν το σοβαρότερο πρόβλημά μας στις διαπραγματεύσεις για το "Σύμφωνο 2+4"» έλεγε αργότερα ο τελευταίος πρωθυπουργός της Ανατολικής Γερμανίας Λόταρ ντε Μεζιέρ. «Το λύσαμε επιτυχώς. Και οι μεγάλες δυνάμεις μάς έδωσαν πλήρη κάλυψη σε αυτό».
Ελληνική αμφισβήτηση
Διόλου περίεργο λοιπόν ότι καμιά χώρα δεν έχει αμφισβητήσει ως τώρα επισήμως την εγκυρότητα του Συμφώνου. Ωστόσο, η αμφισβήτηση έρχεται έμπρακτα με την έγερση αξιώσεων για την καταβολή αποζημιώσεων, όπως για παράδειγμα από την Ελλάδα, ή από θύματα των Ναζί στην Ιταλία. Καθόλου απίθανο η ρωγμή να διευρυνθεί με την έγερση αξιώσεων και από άλλες χώρες στο προσεχές ή στο απώτερο μέλλον.
Η ρωγμή παίρνει τη μορφή ρήγματος στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Στο άρθρο 2 του Συμφώνου αναφέρεται ρητά ότι «η ενωμένη Γερμανία δεν θα κάνει ποτέ χρήση όπλων, εκτός αν αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με το γερμανικό σύνταγμα και τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών». Οι στρατιωτικές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία και στο Αφγανιστάν έγιναν όμως χωρίς τη συγκατάθεση του ΟΗΕ. Και όλα δείχνουν ότι τέτοιες επεμβάσεις (και μαζί με αυτές και η παραβίαση του «ιερού» μεταπολεμικού δόγματος «Ποτέ πια πόλεμος από γερμανικό έδαφος!») θα επεκταθούν. «Τι είναι συμβατό με τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και τι όχι είναι θέμα ερμηνείας» ανέφερε τις προάλλες χαρακτηριστικά εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Ακόμη σοβαρότερο είναι το ρήγμα στη νομισματική ένωση που απειλεί τη συνοχή ολόκληρης της Ευρώπης. Το ευρώ, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ήταν κυρίως για τη Γερμανία η «κότα με τα χρυσά αβγά». Οι όροι που το συνοδεύουν, όπως παλαιότερα η συνθήκη του Μάαστριχτ ή σήμερα το Σύμφωνο Σταθερότητας με τη συνεπαγόμενη πολιτική της λιτότητας και των μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κάνουν τις οικονομίες άλλων χωρών, όπως της Ελλάδας ή της Ιταλίας, να παραπαίουν.
Οχι στις αλλαγές
Και το χειρότερο, το Βερολίνο δεν δέχεται να αλλάξει το παραμικρό στους μηχανισμούς που του επιτρέπουν να δημιουργεί τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών εις βάρος των εταίρων του – όπως μέσω μιας κοινής οικονομικής πολιτικής η οποία θα μειώνει τις ανισότητες στους τομείς της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, της έκδοσης ευρωομολόγων, καθώς και ενός ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ για τις υπερχρεωμένες χώρες.
Η αρχική λογική της δημιουργίας του ευρώ αντιστρέφεται κατ' αυτόν τον τρόπο: αντί να δένει οικονομικά τη Γερμανία στην Ευρώπη, δένει την Ευρώπη στη Γερμανία. Και αυτό δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει σύντομα, παρά την «απείθεια» που εκδηλώνουν τελευταία προς την Ανγκελα Μέρκελ ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι και ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ.
Τον λογαριασμό για το γερμανικό πάρτι, που άρχισε πριν από 25 χρόνια, τον πληρώνουν έτσι σε μεγάλο βαθμό οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Επόμενο, λοιπόν, να το βλέπουν σήμερα με ανάμεικτα συναισθήματα. Αν και πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να ξεχάσουν την κοσμοϊστορική σημασία της πτώσης του Τείχους, όπως και την ανείπωτη χαρά εκείνων που βρίσκονταν ισόβια κλεισμένοι πίσω από αυτό.
tovima.gr