Λασιθι
10 Μαΐου: Παγκόσμια Ημέρα ενημέρωσης για τον Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο
Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (κοινώς «λύκος» ή ΣΕΛ) είναι ένα αυτοάνοσο, μη μεταδοτικό νόσημα, που προσβάλλει περίπου 3-5 ανά 10.000 κατοίκους. Ο λύκος είναι ένα από τα τουλάχιστον 100 αυτοάνοσα νοσήματα και ανήκει σε μια υποκατηγορία αυτοανόσων νοσημάτων που ονομάζονται νοσήματα του κολλαγόνου η νοσήματα του συνδετικού ιστού.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 5.000 ασθενείς με λύκο. Είναι 9 φορές συχνότερος στις γυναίκες από τους άνδρες και συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες ηλικίας 14-40 ετών. Παρόλο που ο « λύκος» είναι πιο συχνός όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό μόνο 3 στα 100 παιδιά γονέων με λύκο εμφανίζουν συμπτώματα λύκου.
Ο ΣΕΛ προσβάλει πολλά όργανα του σώματος, με τις αρθρώσεις, το δέρμα, το αίμα και τους νεφρούς να προσβάλλονται συχνότερα. Παρόλο που μπορεί να είναι σοβαρή νόσος στο 15-20% των ασθενών, η έγκυρη διάγνωση και θεραπεία της νόσου έχει βελτιώσει κατά πολύ την πρόγνωση των ασθενών, δίνοντάς τη δυνατότητα στους περισσότερους να ζουν μια φυσιολογική ζωή.
Τα συχνότερα συμπτώματα στο λύκο είναι: Πόνοι στα κόκαλα, στις αρθρώσεις και στους μύες , πληγές (άφθες) στο στόμα, ερύθημα (κοκκινίλα, εξάνθημα) στο πρόσωπο (μάγουλα, μύτη), στην πλάτη ή στην βάση του λαιμού και το στήθος, ή τριχόπτωση. Αρκετοί άνθρωποι έχουν φαινόμενο Raynaud (Ρεϋνώ) δηλαδή ασπρίζουν και μελανιάζουν τα χέρια τους όταν εκτεθούν στο κρύο. Αυτά συνοδεύονται με το αίσθημα εύκολης κόπωσης, ανορεξίας και μειωμένης διάθεσης για εργασία, δέκατα και σπανιότερα πυρετό (δηλ. θερμοκρασία πάνω από 38°C). Λιγότερο συχνά εμφανίζεται πόνος στο στήθος κατά την αναπνοή ή ανεξάρτητα από αυτήν ή δύσπνοια. Σε μερικές περιπτώσεις ο λύκος ανακαλύπτεται όταν υπάρχουν επανειλημμένες αποβολές ή θρομβώσεις χωρίς σαφή αιτία, χαμηλά λευκά ή χαμηλά αιμοπετάλια, λεύκωμα ή αίμα στα ούρα σε τυχαία εξέταση.
Σήμερα βέβαια με την πρόοδο της έρευνας και την καλύτερη κατανόηση της νόσου η πρόγνωση των ασθενών με ΣΕΛ βρίσκεται σε καλύτερο στάδιο απ ότι πριν από μια εικοσαετία και οι σύγχρονες θεραπείες ελέγχουν αποτελεσματικά τη νόσο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Ακόμη και στις πιο βαριές περιπτώσεις, οι σύγχρονες θεραπείες ελέγχουν αποτελεσματικά τη νόσο (βάζουν δηλ. τη νόσο σε ύφεση στο 90% των περιπτώσεων). Στη συνέχεια χρειάζεται παρακολούθηση γιατί μπορεί να υποτροπιάσει (δηλαδή να επανενεργοποιηθεί, «να ξαναξυπνήσει»).